Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοάνθεμον
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βοᾶτις
βοαύλιον
βόαυλος
βοάω
βοειακός
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
βοηδρόμια
View word page
βοειακός
βοει-ακός, , όν, = sq., EM 254.44 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοειακός
Headword (normalized):
βοειακός
Headword (normalized/stripped):
βοειακος
IDX:
20196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βοει-ακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:254:44" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:254.44/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 254.44 </a>.</div><br><br>'}