Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βόαγρος
βοαδεῖ
βοαθόος
βόαμα
βοάνθεμον
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βοᾶτις
βοαύλιον
βόαυλος
βοάω
βοειακός
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
View word page
βοᾶτις
βο-ᾶτις, ιδος, ,
A). v. βοητής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοᾶτις
Headword (normalized):
βοᾶτις
Headword (normalized/stripped):
βοατις
IDX:
20192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20193
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βο-ᾶτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βοητής</span> .</div> </div><br><br>'}