Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βλιτάχεα
βλιτομάμμας
βλίτον
βλίττω
βλίτυρι
βλιτυρίζομαι
βλίτυρον
βλίτωνας
βλιχανώδης
βλιχώδης
βλοσέμεν
βλοσυρόμματος
βλοσυρός
βλοσυρότης
βλοσυρόφρων
βλοσυρώπης
βλοσυρῶπις
βλοσυρωπός
βλόχον
βλύζω
βλύσις
View word page
βλοσέμεν
βλοσέμεν· σκοτωθῆναι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βλοσέμεν
Headword (normalized):
βλοσέμεν
Headword (normalized/stripped):
βλοσεμεν
IDX:
20160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βλοσέμεν·</span> <span class="foreign greek">σκοτωθῆναι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}