βληχάομαι
βληχ-άομαι, aor.
A). ἐβληχησάμην AP 7.657 ( ), :— 3.13 bleat, of sheep and goats, προβατίων βληχωμένων Pax 535 , Fr. 387.5 ; βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε .. μέλη Pl. 293 ; of infants, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται V. 570 : metaph. of men, c. acc. cogn., πάταγον Chr. 35 ; βληχοῖντο (as if from βληχέομαι) is v.l. for βληχῷντο in . 16.92