Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βλῆμα
βλήμενος
βλῆρ
βλῆραι
βλής
βλῆσθαι
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
βλητιεῖ
βλητικόν
βλῆτο
βλῆτον
βλητός
βλῆτρον
βληχάζω
βληχάομαι
βληχάς
βληχή
βληχηθμός
View word page
βλητιεῖ
βλητ-ῐεῖ· καταβαλεῖ, νικήσει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βλητιεῖ
Headword (normalized):
βλητιεῖ
Headword (normalized/stripped):
βλητιει
IDX:
20123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20124
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βλητ-ῐεῖ·</span> <span class="foreign greek">καταβαλεῖ, νικήσει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}