Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βλεφαροσπάξ
βλεφαροτό
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλήθα
βληθρήν
βλῆμα
βλήμενος
βλῆρ
βλῆραι
βλής
βλῆσθαι
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
βλητιεῖ
βλητικόν
βλῆτο
βλῆτον
View word page
βλῆραι
βλῆραι· αἱ κνίδαι, ἄλλοι χόρτον, οἱ δὲ τῶν ὀσπρίων τὴν καλάμην, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βλῆραι
Headword (normalized):
βλῆραι
Headword (normalized/stripped):
βληραι
IDX:
20116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20117
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βλῆραι·</span> <span class="foreign greek">αἱ κνίδαι, ἄλλοι χόρτον, οἱ δὲ τῶν ὀσπρίων τὴν καλάμην</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}