Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεφαροτό
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλήθα
βληθρήν
βλῆμα
βλήμενος
βλῆρ
βλῆραι
βλής
βλῆσθαι
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
βλητιεῖ
βλητικόν
View word page
βλήμενος
βλήμενος
, v. sub
βάλλω
.
βλῆναι·
ἀληθεῖς
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βλήμενος
Headword (normalized):
βλήμενος
Headword (normalized/stripped):
βλημενος
IDX:
20114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20115
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βλήμενος</span>, v. sub <span class="foreign greek">βάλλω</span>. <span class="orth greek">βλῆναι·</span> <span class="foreign greek">ἀληθεῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}