Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεφαροτό
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλήθα
βληθρήν
βλῆμα
βλήμενος
βλῆρ
βλῆραι
βλής
βλῆσθαι
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
View word page
βληθρήν
βληθρήν· τραχεῖαν, οἱ δὲ <ἁ>παλήν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βληθρήν
Headword (normalized):
βληθρήν
Headword (normalized/stripped):
βληθρην
IDX:
20112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20113
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βληθρήν·</span> <span class="foreign greek">τραχεῖαν, οἱ δὲ &lt;ἁ&gt;παλήν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}