Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βλέπω
βλέτενον
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεφαροτό
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλήθα
βληθρήν
βλῆμα
βλήμενος
βλῆρ
βλῆραι
βλής
View word page
βλεφαροτό
βλεφᾰρο-τό- μον, τό, surgical instrument, Hermes 38.280 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βλεφαροτό
Headword (normalized):
βλεφαροτό
Headword (normalized/stripped):
βλεφαροτο
IDX:
20107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20108
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βλεφᾰρο-τό-</span> <span class="itype greek">μον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, surgical instrument, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.280 </span>.</div><br><br>'}