Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βλεπτός
βλέπω
βλέτενον
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεφαροτό
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλήθα
βληθρήν
βλῆμα
βλήμενος
βλῆρ
βλῆραι
View word page
βλεφαροσπάξ
βλεφᾰρο-σπάξ,
A). arching the eyebrows, Hdn.Gr. 1.43.


ShortDef

arching the eyebrows

Debugging

Headword:
βλεφαροσπάξ
Headword (normalized):
βλεφαροσπάξ
Headword (normalized/stripped):
βλεφαροσπαξ
IDX:
20106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βλεφᾰρο-σπάξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">arching the eyebrows</span>, Hdn.Gr. 1.43.</div> </div><br><br>'}