Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βλέθρα
βλεθράνασιν
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέννα
βλέννος
βλεννός
βλεννώδης
βλέορον
βλεπεδαίμων
βλεπετύζει
βλέπησις
βλέπος
βλεπτέον
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλέτενον
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
View word page
βλεπετύζει
βλεπετύζει·
σκαρδαμύττει, βλέπει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βλεπετύζει
Headword (normalized):
βλεπετύζει
Headword (normalized/stripped):
βλεπετυζει
IDX:
20091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20092
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βλεπετύζει·</span> <span class="foreign greek">σκαρδαμύττει, βλέπει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}