Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βλάβη
βλαβόεις
βλάβομαι
βλάβος
βλαβύρει
βλαδαρός
βλάζειν
βλαισόομαι
βλαισός
βλαισότης
βλαισώδης
βλαίσωσις
βλαιτόνους
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακίας
βλακικός
βλακότης
βλακώδης
View word page
βλαισώδης
βλαις-ώδης, ες,
A). = βλαισός , Gal. 6.328 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βλαισώδης
Headword (normalized):
βλαισώδης
Headword (normalized/stripped):
βλαισωδης
IDX:
20030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βλαις-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βλαισός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.328 </span>.</div> </div><br><br>'}