βιώσκομαι
βῐ-ώσκομαι, causal of βιόω,
A). quicken, make or keep alive, once in in aor., σὺ γάρ μ’ ἐβιώσαο, κούρη ; cf. 8.468 βιόσσαο: the pres. occurs in the compd. ἀναβιώσκομαι.
II). later in pass. sensc, rcvive, ἕτεροι τόποι βιώσκονται Mete. 351a35 ; simply, live, βιωσαμένῳ IG 14.2100 ; βιώσκεσθαι Ind. 9 .