Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιόωνται
βιπίννιον
βιπτάζω
βίρρη
βίρρος
βιρρωθῆναι
βίσβη
βίσκαρις
βιστάκιον
βίσταξ
βίσχυν
βίσων
βίτος
βίττακος
βίῳ
βιώλεθρος
βιώνης
βίωρ
View word page
βίσκαρις
βίσκαρις· εῖδος βοτάνης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βίσκαρις
Headword (normalized):
βίσκαρις
Headword (normalized/stripped):
βισκαρις
IDX:
20000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20001
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βίσκαρις·</span> <span class="foreign greek">εῖδος βοτάνης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}