Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιόωνται
βιπίννιον
βιπτάζω
βίρρη
βίρρος
βιρρωθῆναι
βίσβη
βίσκαρις
βιστάκιον
βίσταξ
βίσχυν
βίσων
βίτος
βίττακος
βίῳ
βιώλεθρος
View word page
βιρρωθῆναι
βιρρωθῆναι· ταπεινωθῆναι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιρρωθῆναι
Headword (normalized):
βιρρωθῆναι
Headword (normalized/stripped):
βιρρωθηναι
IDX:
19998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιρρωθῆναι·</span> <span class="foreign greek">ταπεινωθῆναι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}