Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιόωνται
βιπίννιον
βιπτάζω
βίρρη
βίρρος
βιρρωθῆναι
βίσβη
βίσκαρις
βιστάκιον
βίσταξ
βίσχυν
βίσων
βίτος
βίττακος
View word page
βίρρη
βίρρη· πυράγρα, οἱ δὲ δρέπανον, Hsch. βίρροξ· δασύ ( Maced.), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βίρρη
Headword (normalized):
βίρρη
Headword (normalized/stripped):
βιρρη
IDX:
19996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βίρρη·</span> <span class="foreign greek">πυράγρα, οἱ δὲ δρέπανον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">βίρροξ·</span> <span class="foreign greek">δασύ</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Maced.</span></span>), Id.</div><br><br>'}