Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιότης
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιόωνται
βιπίννιον
βιπτάζω
βίρρη
βίρρος
βιρρωθῆναι
βίσβη
βίσκαρις
βιστάκιον
βίσταξ
βίσχυν
View word page
βιόωνται
βιόωνται, -το,
A). v. βιάω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιόωνται
Headword (normalized):
βιόωνται
Headword (normalized/stripped):
βιοωνται
IDX:
19993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιόωνται</span>, <span class="foreign greek">-το,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βιάω</span> .</div> </div><br><br>'}