βίοτος
βῐ/οτ-ος, ὁ, Ep.,
II). = βίος 11 , means of living, substance, ναῖε δὲ δῶμα ἀφνειὸν βιότοιο ; 14.122 β. κατακείρετε πολλόν ; 4.686 γύαι φέρουσι β. ἄφθονον βροτοῖς Fr. 196 ; βιότου κτῆσις Av. 718 , cf. Ec. 669 :—in late Prose, PLond. 5.1889 (vi A.D.).
III). = βίος 111 , the world, mankind, μνήμῃ βιότου παρέδωκεν Epigr.Gr. 319 (Philadelphia).