Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιορρός
βίος
βιός
βιόσσαο
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτελής
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιότης
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
View word page
βιοτελής
βῐο-τελής, ές, dub. sens., EM 198.11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιοτελής
Headword (normalized):
βιοτελής
Headword (normalized/stripped):
βιοτελης
IDX:
19978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῐο-τελής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, dub. sens., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:198:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:198.11/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 198.11 </a>.</div><br><br>'}