Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιόμορος
βιόπλαγκτος
βιοπλανής
βιοπονητικός
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιορρός
βίος
βιός
βιόσσαο
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτελής
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
View word page
βιορρός
βιορρός· δουλεία, Hsch. (fort. εἴρερος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιορρός
Headword (normalized):
βιορρός
Headword (normalized/stripped):
βιορρος
IDX:
19971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιορρός·</span> <span class="foreign greek">δουλεία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">εἴρερος</span>).</div><br><br>'}