Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιόμορος
βιόπλαγκτος
βιοπλανής
βιοπονητικός
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιορρός
βίος
βιός
βιόσσαο
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτελής
βιοτέρμων
βιότευμα
View word page
βιόπρατος
βῐό-πρᾱτος
,
ὁ
,
A).
ne'er-do-weel,
POxy.
1477.14
(iii/iv A. D.).
ShortDef
ne'er-do-weel
Debugging
Headword:
βιόπρατος
Headword (normalized):
βιόπρατος
Headword (normalized/stripped):
βιοπρατος
IDX:
19970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19971
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῐό-πρᾱτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ne\'er-do-weel,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1477.14 </span> (iii/iv A. D.).</div> </div><br><br>'}