Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιόμορος
βιόπλαγκτος
βιοπλανής
βιοπονητικός
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιορρός
βίος
βιός
βιόσσαο
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτελής
View word page
βιοπόνος
βῐο-πόνος, ον,
A). living by labour, ib. 93 .


ShortDef

living by labour

Debugging

Headword:
βιοπόνος
Headword (normalized):
βιοπόνος
Headword (normalized/stripped):
βιοπονος
IDX:
19968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19969
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῐο-πόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">living by labour</span>, ib.<span class="bibl"> 93 </span>.</div> </div><br><br>'}