Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιόμορος
βιόπλαγκτος
βιοπλανής
βιοπονητικός
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιορρός
βίος
βιός
βιόσσαο
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτεία
View word page
βιοπονητικός
βῐο-πονητικός, , όν = sq., Hippodam. ap. Stob. 4.1.94 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιοπονητικός
Headword (normalized):
βιοπονητικός
Headword (normalized/stripped):
βιοπονητικος
IDX:
19967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19968
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῐο-πονητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span> = sq., Hippodam. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.1.94 </span>.</div><br><br>'}