Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιοθάνατος
βιοθρέμμων
βιοθρέπτειρα
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιόμορος
βιόπλαγκτος
βιοπλανής
βιοπονητικός
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιορρός
βίος
βιός
βιόσσαο
View word page
βιόμορος
βῐό-μορος, ον,
A). = βιαιοθάνατος , PMag.Par. 1.1400 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιόμορος
Headword (normalized):
βιόμορος
Headword (normalized/stripped):
βιομορος
IDX:
19964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῐό-μορος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βιαιοθάνατος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.1400 </span>.</div> </div><br><br>'}