Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθανασία
βιοθάνατος
βιοθρέμμων
βιοθρέπτειρα
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιόμορος
βιόπλαγκτος
βιοπλανής
βιοπονητικός
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιορρός
View word page
βιολογικός
βῐο-λογικός
,
ή
,
όν
,
A).
of a
βιολόγος, κωμῳδίαι,
=
μῖμοι
,
Suid.
s.v.
Φιλιστίων
.
ShortDef
of a βιολόγος
Debugging
Headword:
βιολογικός
Headword (normalized):
βιολογικός
Headword (normalized/stripped):
βιολογικος
IDX:
19961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19962
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῐο-λογικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a</span> <span class="foreign greek">βιολόγος, κωμῳδίαι,</span> = <span class="ref greek">μῖμοι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Φιλιστίων</span> .</div> </div><br><br>'}