Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθανασία
βιοθάνατος
βιοθρέμμων
βιοθρέπτειρα
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιόμορος
βιόπλαγκτος
βιοπλανής
βιοπονητικός
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
View word page
βιολογέομαι
βῐο-λογέομαι
, Pass.,
A).
to be sketched from life
, esp.
common life
,
τὰ βιολογούμενα
Longin.
9.15
.
ShortDef
to be sketched from life
Debugging
Headword:
βιολογέομαι
Headword (normalized):
βιολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
βιολογεομαι
IDX:
19960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19961
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῐο-λογέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be sketched from life</span>, esp. <span class="tr" style="font-weight: bold;">common life</span>, <span class="quote greek">τὰ βιολογούμενα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 9.15 </span> .</div> </div><br><br>'}