Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιόδωρος
βιοδώτης
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθανασία
βιοθάνατος
βιοθρέμμων
βιοθρέπτειρα
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιόμορος
βιόπλαγκτος
βιοπλανής
βιοπονητικός
βιοπόνος
View word page
βιόκουρος
βῐό-κουρος, ,(
A). via, curo), = 111 vir viarum curandarum, IGRom. 4.1307 (Lydia).


ShortDef

via, curo

Debugging

Headword:
βιόκουρος
Headword (normalized):
βιόκουρος
Headword (normalized/stripped):
βιοκουρος
IDX:
19958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῐό-κουρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">via, curo</span>), = <span class="bibl"> 111 </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vir viarum curandarum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IGRom.</span> 4.1307 </span> (Lydia).</div> </div><br><br>'}