Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθανασία
βιοθάνατος
βιοθρέμμων
βιοθρέπτειρα
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιόμορος
βιόπλαγκτος
βιοπλανής
View word page
βιοθρέπτειρα
βῐο-θρέπτειρα, , fem. of foreg., ib. 27.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιοθρέπτειρα
Headword (normalized):
βιοθρέπτειρα
Headword (normalized/stripped):
βιοθρεπτειρα
IDX:
19956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19957
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῐο-θρέπτειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of foreg., ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:27:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:27.13/canonical-url/"> 27.13 </a>.</div><br><br>'}