Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιημάχος
βίθυν2
βιθυνιάρχης
βιθυνιαρχία
βῖκας
βικίον1
βικίον2
βῖκος
βικόστομον
βιλίσκος
βιλλαρικός
βιλλᾶς
βινέω
βινητιάω
βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
View word page
βιλλαρικός
βιλλαρικός, , όν, perh. = Lat.
A). villaticus, POxy. 1026.12 (v A. D.).


ShortDef

villaticus

Debugging

Headword:
βιλλαρικός
Headword (normalized):
βιλλαρικός
Headword (normalized/stripped):
βιλλαρικος
IDX:
19942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιλλαρικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, perh. = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">villaticus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1026.12 </span> (v A. D.).</div> </div><br><br>'}