Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιζῆαι
βιημάχος
βίθυν2
βιθυνιάρχης
βιθυνιαρχία
βῖκας
βικίον1
βικίον2
βῖκος
βικόστομον
βιλίσκος
βιλλαρικός
βιλλᾶς
βινέω
βινητιάω
βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοδώτωρ
βιοζυγής
View word page
βιλίσκος
βιλίσκος, vulg.,
A). = ὀβελίσκος , PLond. 2.329 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιλίσκος
Headword (normalized):
βιλίσκος
Headword (normalized/stripped):
βιλισκος
IDX:
19941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19942
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιλίσκος</span>, vulg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀβελίσκος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 2.329 </span>.</div> </div><br><br>'}