Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιβλιοφύλαξ
βιβλίς
βιβλοπώλης
βιβρώσκω
βίδην
βίθυν1
βιδιαῖοι
βιζάριον
βιζῆαι
βιημάχος
βίθυν2
βιθυνιάρχης
βιθυνιαρχία
βῖκας
βικίον1
βικίον2
βῖκος
βικόστομον
βιλίσκος
βιλλαρικός
βιλλᾶς
View word page
βίθυν2
βίθυν,
A). v. βίδην .


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
βίθυν2
Headword (normalized):
βίθυν
Headword (normalized/stripped):
βιθυν2
IDX:
19933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19934
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βίθυν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βίδην</span> .</div> </div><br><br>'}