Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιβλιοφυλακία
βιβλιοφυλάκιον
βιβλιοφύλαξ
βιβλίς
βιβλοπώλης
βιβρώσκω
βίδην
βίθυν1
βιδιαῖοι
βιζάριον
βιζῆαι
βιημάχος
βίθυν2
βιθυνιάρχης
βιθυνιαρχία
βῖκας
βικίον1
βικίον2
βῖκος
βικόστομον
βιλίσκος
View word page
βιζῆαι
βιζῆαι· κοῖται, στιβάδες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιζῆαι
Headword (normalized):
βιζῆαι
Headword (normalized/stripped):
βιζηαι
IDX:
19931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19932
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιζῆαι·</span> <span class="foreign greek">κοῖται, στιβάδες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}