Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλ
βιβλαρίδιον
βιβλάριον
βιβλιαγράφος
βιβλιαιγισθος
βιβλιακός
βιβλιαρίδιον
βιβλιάριον
βιβλιαφόρος
βιβλιδάριον
βιβλίδιον
βίβλινος
βιβλιογραφία
βιβλιογράφος
βιβλιοθήκη
βιβλιοκάπηλος
βιβλιολάθας
View word page
βιβλιαρίδιον
βιβλι-αρίδιον, τό,
A). = βιβλαρίδιον , Gal. 16.5 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιβλιαρίδιον
Headword (normalized):
βιβλιαρίδιον
Headword (normalized/stripped):
βιβλιαριδιον
IDX:
19904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19905
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιβλι-αρίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βιβλαρίδιον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.5 </span>.</div> </div><br><br>'}