Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλ
βιβλαρίδιον
βιβλάριον
βιβλιαγράφος
βιβλιαιγισθος
βιβλιακός
βιβλιαρίδιον
βιβλιάριον
βιβλιαφόρος
βιβλιδάριον
βιβλίδιον
βίβλινος
βιβλιογραφία
βιβλιογράφος
View word page
βιβλιαγράφος
βιβλιαγράφος,
A). v. βιβλιογράφος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιβλιαγράφος
Headword (normalized):
βιβλιαγράφος
Headword (normalized/stripped):
βιβλιαγραφος
IDX:
19901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19902
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιβλιαγράφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βιβλιογράφος</span> .</div> </div><br><br>'}