Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιαστός
βιατάς
βιάτωρ
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλ
βιβλαρίδιον
βιβλάριον
βιβλιαγράφος
βιβλιαιγισθος
βιβλιακός
βιβλιαρίδιον
βιβλιάριον
βιβλιαφόρος
βιβλιδάριον
βιβλίδιον
View word page
βιβλ
βιβλ-, βυβλ-,
A). v. βύβλος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιβλ
Headword (normalized):
βιβλ
Headword (normalized/stripped):
βιβλ
IDX:
19898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19899
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιβλ-</span>, <span class="orth greek">βυβλ-</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βύβλος</span> .</div> </div><br><br>'}