Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βιαιότης
βιαρκής
βίαρχος
βιασμός
βιαστέον
βιαστήρ
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιάτωρ
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλ
βιβλαρίδιον
βιβλάριον
View word page
βιάτωρ
βιάτωρ· κυάθιον μικρόν, κοχλιάριον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιάτωρ
Headword (normalized):
βιάτωρ
Headword (normalized/stripped):
βιατωρ
IDX:
19890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιάτωρ·</span> <span class="foreign greek">κυάθιον μικρόν, κοχλιάριον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}