Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βήσσω
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βηχία
βηχικός
βήχιον
βηχώδης
βία
βιάζω
βιαιοελυπίου
βιαιοθανασία
βιαιοθανατέω
βιαιοθάνατος
βιαιοκλώψ
βιαιομάχος
βιαιομαχέω
βίαιος
βιαιότης
βιαρκής
βίαρχος
View word page
βιαιοελυπίου
βιαιοελυπίου, dub. in PPetr. 3p.317 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιαιοελυπίου
Headword (normalized):
βιαιοελυπίου
Headword (normalized/stripped):
βιαιοελυπιου
IDX:
19872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βιαιοελυπίου</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPetr.</span> 3p.317 </span>.</div><br><br>'}