Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βῆγμα
βήθυλος
βηκία
βηλά
βήλημα
βηλήσσει
βηλόθυρον
βήλομαι
βηλός
βῆμα1
βῆμα2
βηματίζω
βηματιστής
βήμεναι
βηνῶσα
βήξ
βηράνθεμον
βήρβη
βήρηξ
βηρίδες
βηρύλλιος
View word page
βῆμα2
βῆμα· πρόβατα, Hsch.


ShortDef

a step, pace; a platform

Debugging

Headword:
βῆμα2
Headword (normalized):
βῆμα
Headword (normalized/stripped):
βημα2
IDX:
19842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19843
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῆμα·</span> <span class="foreign greek">πρόβατα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}