Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βεῦδος
βέφυρα
βῆβῆ
βῆγμα
βήθυλος
βηκία
βηλά
βήλημα
βηλήσσει
βηλόθυρον
βήλομαι
βηλός
βῆμα1
βῆμα2
βηματίζω
βηματιστής
βήμεναι
βηνῶσα
βήξ
βηράνθεμον
βήρβη
View word page
βήλομαι
βήλομαι,
A). v. βούλομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βήλομαι
Headword (normalized):
βήλομαι
Headword (normalized/stripped):
βηλομαι
IDX:
19839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βήλομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βούλομαι</span> .</div> </div><br><br>'}