Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βέστον
βεττονική
βεῦδος
βέφυρα
βῆβῆ
βῆγμα
βήθυλος
βηκία
βηλά
βήλημα
βηλήσσει
βηλόθυρον
βήλομαι
βηλός
βῆμα1
βῆμα2
βηματίζω
βηματιστής
βήμεναι
βηνῶσα
βήξ
View word page
βηλήσσει
βηλήσσει· βληχᾶται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βηλήσσει
Headword (normalized):
βηλήσσει
Headword (normalized/stripped):
βηλησσει
IDX:
19837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19838
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βηλήσσει·</span> <span class="foreign greek">βληχᾶται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}