βέρκιος
βέρκιος· ἔλαφος ( Lacon.), βερκνίς· ἀκρίς, Id. (cf. βρεῦκος). βερνώμεθα· κληρωσώμεθα ( Lacon.), and βερρέαι· κληρῶσαι (prob.
A). = μείρεαι ), Id. βέρρης, ου, ὁ, = δραπέτης , a fugitive; and βερρεύω, = δραπετεύω , Id. βερρόν, = βειρόν , Id. βερωνετῶν· ἀλλὰ ἀνετῶν, Id. βέσκεροι· ἄρτοι ( Lacon.), Id. βεσόν· ἔθος, Id. (prob. Lacon. = vεθόν ). βεστικός· ὁ τῶν ἐσθήτων ἔμπειρος cj. in Id. s.v. βεσόν . (Cf. vestis.)