βέομαι and
βείομαι, Homeric subj. used as fut., I
A). shall live,
οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il. 15.194 ;
οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέῃ 16.852 , cf.
24.131 ;
τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα ; 22.431 . (Cf.
βιόμεσθα, βίονται (v.
βιόω), whence
βίομαι, βίε’ should perh. be restored in
Hom.)