Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βέμβλετο
βεμβράς
βεμβραφύη
βεμβρεῖ
βενδῖς
βεμβίκεια
βεμβίκειος
Βενετιανός
βένετος
βένθος
βέντιστος
βέομαι
βερβεία
βέρβερι
βερβερίζω
βερβέριον
βερβίνια
View word page
βεμβίκειος
βεμβῑ/κ-ειος, (sc. μήν), name of month in Bithynia, Hemerolog.Flor.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεμβίκειος
Headword (normalized):
βεμβίκειος
Headword (normalized/stripped):
βεμβικειος
IDX:
19805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βεμβῑ/κ-ειος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> (sc. <span class="foreign greek">μήν</span>), name of month in Bithynia, <span class="title" style="font-style: italic;">Hemerolog.Flor.</span> </div><br><br>'}