Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁβροσύνη
ἁβρόσφυρος
ἀβροτάζω
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἀβροτίνη
ἀβροτόνινος
ἀβροτονίτης
ἀβρότονον
ἄβροτος
ἁβροχαίτης
ἀβροχέω
ἀβροχία
ἀβροχικός
ἀβρόχιστος
ἄβροχος
ἁβροχίτων
ἅβρυνα
ἁβρυντής
ἁβρύνω
ἄβρυστος
View word page
ἁβροχαίτης
ἁβροχαίτης, ου, ,
A). = ἁβροκόμης , Anacreont. 41.8 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁβροχαίτης
Headword (normalized):
ἁβροχαίτης
Headword (normalized/stripped):
αβροχαιτης
IDX:
197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁβροχαίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἁβροκόμης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Anacreont.</span> 41.8 </span>.</div> </div><br><br>'}