Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βελτιώτερος
βελτός
βελφός
βεμβεύει
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βέμβλετο
βεμβράς
βεμβραφύη
βεμβρεῖ
βενδῖς
View word page
βελφός
βελφός, -οί, Boeot. and Aeol. for Δελφ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βελφός
Headword (normalized):
βελφός
Headword (normalized/stripped):
βελφος
IDX:
19793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19794
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βελφός</span>, <span class="foreign greek">-οί</span>, Boeot. and Aeol. for <span class="foreign greek">Δελφ-</span>.</div><br><br>'}