Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βελουλκία
βελουλκικός
βελουλκός
βελοφόροι
βέλτερος
βελτιότης
βελτιόω
βέλτιστος
βελτίων
βελτίωσις
βελτιώτερος
βελτός
βελφός
βεμβεύει
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βεμβικώδης
βέμβιξ
βέμβλετο
βεμβράς
βεμβραφύη
View word page
βελτιώτερος
βελτ-ιώτερος, α, ον,
A). = βελτίων , prob. in Telesill. 6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βελτιώτερος
Headword (normalized):
βελτιώτερος
Headword (normalized/stripped):
βελτιωτερος
IDX:
19791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19792
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βελτ-ιώτερος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βελτίων</span> , prob. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0369.tlg001:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0369.tlg001:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Telesill.</span> 6 </a>.</div> </div><br><br>'}