Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βελενκώθιον
βελεσσιχαρής
βελικός
βελίτης
βέλλαι
βελοθήκη
βελόνη
βελονίς
βελονοειδής
βελονοθήκη
βελονοποικίλτης
βελονοπώλης
βελοποιΐα
βελοποιός
βέλος
βελοστασία
βελόστασις
βελοσφενδόνη
βελουλκέω
βελουλκητέον
βελουλκία
View word page
βελονοποικίλτης
βελονο-ποικίλτης, ου, ,
A). embroiderer, Hsch.


ShortDef

embroiderer

Debugging

Headword:
βελονοποικίλτης
Headword (normalized):
βελονοποικίλτης
Headword (normalized/stripped):
βελονοποικιλτης
IDX:
19771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19772
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βελονο-ποικίλτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">embroiderer</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}