Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βεβυλλῶσθαι
βεβώς
βέδυ
βέη
βέθρον
βειέλοπες
βείρακες
βεκκεσέληνος
βέκος
βεκῶς
βέλα
βελεηφόρος
βέλεκκοι
βέλεμνον
βελενκώθιον
βελεσσιχαρής
βελικός
βελίτης
βέλλαι
βελοθήκη
βελόνη
View word page
βέλα
βέλα·
ἥλιος καὶ αὐγή
( Lacon.),
Hsch.
:—also
βελλάσεται·
ἡλιωθήσεται
, Id.
βελάς·
εἴρων καὶ καταγελαστής
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βέλα
Headword (normalized):
βέλα
Headword (normalized/stripped):
βελα
IDX:
19757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19758
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βέλα·</span> <span class="foreign greek">ἥλιος καὶ αὐγή</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>:—also <span class="orth greek">βελλάσεται·</span> <span class="foreign greek">ἡλιωθήσεται</span>, Id. <span class="orth greek">βελάς·</span> <span class="foreign greek">εἴρων καὶ καταγελαστής</span>, Id.</div><br><br>'}