βειέλοπες
βειέλοπες· ἱμάντες, used as crowns for victors at Sparta, βεικάδες,
A). the skins of animals which die naturally ( Lacon.), Id. βεικάσθων· κατ’ ὀλίγον προβάς, Id. (leg. βιβάσθων). βείκατι (β = v), = εἴκοσι ( Lacon.), Id. βείκηλα· νωχελῆ, ἀχρεῖα ( Lacon.), Id. βειλαρμόστας, βειλάρχας, = vιλ- ( Tarent.), Id. βείλομαι, Boeot., = βούλομαι (q. v.). βείομαι, βείω, v. sub βέομαι.