Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βεβήλωσις
βεβιασμένως
βέβλειν
βεβολήατο
βεβουλευμένως
βεβράδα
βεβρός
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβυκῶσθαι
βεβυλλῶσθαι
βεβώς
βέδυ
βέη
βέθρον
βειέλοπες
βείρακες
βεκκεσέληνος
βέκος
βεκῶς
βέλα
View word page
βεβυλλῶσθαι
βεβυλλῶσθαι· βεβύσθαι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβυλλῶσθαι
Headword (normalized):
βεβυλλῶσθαι
Headword (normalized/stripped):
βεβυλλωσθαι
IDX:
19747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19748
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βεβυλλῶσθαι·</span> <span class="foreign greek">βεβύσθαι</span>, Id.</div><br><br>'}